Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Για το ΠΣΟ του Σεπτέμβρη και τα πολιτικά διλήμματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Το γεγονός ότι το ΠΣΟ του Ιούνη δεν κατέληξε σε απόφαση ανέδειξε το έλλειμμα ενός ηγεμονικού σχεδίου μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά το αυξανόμενο πολιτικό της βάρος, αλλά αποτέλεσε και ευκαιρία για έναν εσωτερικό διάλογο που θα μπορούσε να καταλήξει σε ένα τέτοιο σχέδιο. Δεν μπορούμε να πούμε πως αυτός ο διάλογος έγινε, κι έτσι καταλήξαμε σε ένα μάλλον φτωχό νέο ΠΣΟ.
Το ΠΣΟ έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η αντίφαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ίσως πιο εμφανής από ποτέ. Από τη μια πλευρά, οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελούν έναν όλο και σημαντικότερο πόλο εντός του κινήματος, το οποίο παρά τις αδυναμίες του εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης και μιας νέας αισιοδοξίας. Η αγωνιστική ακεραιότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προσελκύει αν όχι πάντα τη συστράτευση, σίγουρα τη συμπάθεια των πιο συνειδητών στοιχείων ανάμεσα στους εργαζόμενους, τους άνεργους και τη νεολαία. Το κύρος της στο κίνημα έχει αναμφίβολα αυξηθεί. Σε μια σειρά αξιόλογων κινητοποιήσεων τον τελευταίο χρόνο, οι δυνάμεις γύρω της αποτέλεσαν το βασικό κορμό. Από την άλλη, η εσωτερική παράλυση συνεχίζεται. Οι τοπικές στις περισσότερες περιπτώσεις υπολειτουργούν, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως την ευθύνη την έχει κυρίως η βάση. Τα συντονιστικά όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν αποτύχει να υλοποιήσουν βασικούς συμφωνημένους οργανωτικούς στόχους (έντυπο, γραφεία κοκ). Οι οργανώσεις θα ήταν ευχής έργο να κινητοποιούν στις συνελεύσεις των τοπικών έστω τα μισά μέλη από όσα κινητοποιούν για τις ψηφοφορίες πριν τις συνδιασκέψεις.

Η αδυναμία (ή απροθυμία) να συνδεθεί η κινηματική ζωή των μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την πολιτική της λειτουργία είναι που δημιουργεί το έδαφος για τα σχέδια μετωπικής συμπόρευσης, ως μαγικές λύσεις που υποτίθεται πως θα φέρουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ επικεφαλής ενός ευρύτερου πολιτικού ρεύματος. Η ασάφεια του χαρακτήρα αυτού του επιδιωκόμενου πολιτικού ρεύματος διαιωνίζεται στις διατυπώσεις αλλά και στις πρακτικές πρωτοβουλίες: θα είναι αντικαπιταλιστικό ή κάτι ευρύτερο;
Η ασάφεια, ωστόσο, δεν οφείλεται μόνο στη «συμπορευτική» μεθοδολογία που γνωρίζουμε ήδη από την εποχή της (ατυχούς, για να το πούμε ευγενικά) προσέγγισης με το Σχέδιο Β, αλλά και σε νέα σχέδια που εμφανίστηκαν μετά τη δημιουργία της ΛΑΕ. Στο όνομα μια αντικαπιταλιστικής τακτικής με τον ονομαστικό στόχο να προσεγγίσουμε αγωνιστές και αγωνίστριες που αποδεσμεύτηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ, γίνεται προσπάθεια από μια μερίδα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μείνει ανοιχτή η πόρτα της πολιτικής και εκλογικής συνεργασίας με τη ΛΑΕ, και αυτό δεν είναι μυστικό.
Η απόφαση του ΠΣΟ κατέγραψε γενικά σωστά την περίοδο, τους συσχετισμούς δύναμης και την πολιτική κατάσταση. Η ανάλυση όμως υπάρχει κίνδυνος να μένει κενή περιεχομένου, όσο δεν καταλήγει σε συγκεκριμένα καθήκοντα και κυρίως σε μια σαφή θέση στα πολιτικά διλήμματα που μας απασχολούν.
Πιο συγκεκριμένα, στο κείμενο είδαμε και επισημάναμε τα εξής:
  1. Γίνεται προσπάθεια να προσδιοριστούν οι βασικές αναμετρήσεις της περιόδου και τα αιτήματά μας στο πλαίσιό τους, πράγμα που είναι σωστό. Ωστόσο, στα αιτήματα έβρισκε κανείς ορισμένες απρόβλεπτες συντηρητικές αποστροφές, οι οποίες ελπίζαμε να διορθωθούν, αλλά αυτό δεν έγινε:
  • Το αίτημα για άμεση επιστροφή του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ αναπαράγει ουσιαστικά μια προεκλογική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία υποστηρίζει πχ και η ΕΣΕΕ. Αυτό το νούμερο όμως εκφράζει απλώς μια διάθεση επιστροφής στο προμνημονιακό status quo και δεν προκύπτει, όπως θα έπρεπε για την αντικαπιταλιστική αριστερά, από την εκτίμηση των αναγκών της εργατικής τάξης. Μπορεί να ζήσει κανείς όπως θα έπρεπε με 751 ευρώ; Η διαφορά μας με τη ΛΑΕ πχ είναι ότι εκείνη λέει η επιστροφή στα 751 θα γίνει σταδιακά, ενώ εμείς άμεσα;
  • Τι ακριβώς σημαίνει η «πλήρης προστασία της λαϊκής περιουσίας»; Οπωσδήποτε πρέπει να υπερασπιστούμε την κατοικία των λαϊκών στρωμάτων. Αν όμως, πχ, ένας μικρός μαγαζάτορας χρωστάει το ΙΚΑ ή τους μισθούς του υπαλλήλου του, θα πρέπει να προστατευτεί η «λαϊκή περιουσία του», και μάλιστα «πλήρως»; Θα πρέπει να γίνει «σεισάχθεια» των χρεών του προς το ταμείο; Από πότε η αριστερά αναγορεύτηκε σε υπερασπιστή της ιδιωτικής περιουσίας, έστω και της λαϊκής;
  • Η έξοδος από την ΕΕ προτάσσεται χωρίς αναφορά στον αντικαπιταλιστικό και διεθνιστικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει μια τέτοια ρήξη, σε μια περίοδο που έρχονται στο προσκήνιο και αστικές μερίδες που αντιτίθενται στην ΕΕ, αν όχι προς το παρόν στην Ελλάδα, σίγουρα στην Ευρώπη.
  1. Η κριτική στο ΚΚΕ είναι εντελώς ανεπαρκής και ουσιαστικά συνομιλεί με την άποψη των ομάδων που αποχώρησαν από αυτό, στη λογική όμως του 15ου Συνεδρίου και του ΑΑΔΜ. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το κείμενο κάνει κριτική στα ρεύματα που έφυγαν από το ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να ξεπεράσουν τον ρεφορμισμό, αλλά δεν επεκτείνει την κριτική αυτή και στους αποχωρήσαντες από το ΚΚΕ. Η εισήγηση καταλογίζει στο ΚΚΕ ότι: α. αρνείται να συναντήσει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ β. αρνείται να θέσει συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους, παραπέμποντας τα πάντα στο σοσιαλισμό γ. στο συνδικαλιστικό κίνημα, παρά τους αγώνες, η δράση του «αντικειμενικά δεν ξεφεύγει από τα όρια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας». Έτσι όμως χάνεται το βασικό: το ΚΚΕ χρησιμοποιεί σήμερα μια υπεραριστερή ρητορική μόνο και μόνο σαν άλλοθι για τη γραφειοκρατική του αδράνεια, την άρνησή του να συγκρουστεί με το σύστημα, τον ρεφορμιστικό και νομιμόφρονα χαρακτήρα του. Ενώ η στάση μας είναι σταθερά στα αριστερά του ΚΚΕ, οι διατυπώσεις της εισήγησης δημιουργούν τον κίνδυνο η κριτική μας να βρεθεί στα δεξιά του.
  2. Στη ΛΑΕ γίνεται σαφώς κριτική, γεγονός θετικό και απαραίτητο, καθώς η ΛΑΕ επιχειρεί να γίνει πόλος ανασυγκρότησης του συντηρητικού πατριωτικού ρεφορμισμού. Ωστόσο, η κριτική αυτή, όπως και η κριτική στο ΚΚΕ, αφήνουν στο τέλος μια μεγάλη αμηχανία, γιατί δεν καταλήγουν σε κανένα συγκεκριμένο συμπέρασμα. Συγκεκριμένα, το κείμενο διστάζει να πει ευθέως πως πολιτική και εκλογική συνεργασία με τη ΛΑΕ δεν είναι ούτε επιθυμητή ούτε δυνατή. Σε αυτό το σημείο, η εισήγηση όχι μόνο δεν ξεκαθάριζε μια συζήτηση που αναπτύσσεται επίμονα εντός και (κυρίως) εκτός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά ήταν πίσω και από προηγούμενα κείμενα, τα οποία τουλάχιστον προσδιόριζαν ότι η πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν απευθύνεται, έστω στο σύνολό της, στη ΛΑΕ και το ΚΚΕ. Όσο σε αυτό η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν παίρνει μια καθαρή θέση, κατά πλειοψηφία και με σεβασμό της μειοψηφίας να εκφέρει την άποψή της και να παλεύει για αυτή, δεν μπορεί να υπάρξει κανένα πραγματικό εναλλακτικό σχέδιο.
Ως ΠΑΑΕ, σε συνεργασία και με την ΑΡΙΣ, καταθέσαμε προς ψήφιση μια απλή τροποποίηση που διευκρίνιζε ότι, με δεδομένες τις θέσεις και τον πολιτικό τους χαρακτήρα, πολιτική (και εκλογική) συμπόρευση ή συνεργασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη ΛΑΕ ή/και το ΚΚΕ είναι αδύνατη. Η τροποποίηση πήρε περίπου 20% των παρόντων, αφού καμία άλλη οργάνωση ή τάση δεν την στήριξε. Η μερίδα εκείνη που διαφωνεί ήταν αναμενόμενο να καταψηφίσει, ωστόσο εντύπωση προκάλεσε η στάση της μεγαλύτερης οργάνωσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που δήλωσε ότι, ενώ γενικά συμφωνεί, δεν θα ψηφίσει την τροποποίηση γιατί η συζήτηση δεν πρέπει να κλείσει. Η ανάγκη να βγει απόφαση δεν αιτιολογεί αυτή τη στάση, γιατί ήταν σαφές από τους συσχετισμούς ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απόφαση θα έβγαινε. Το ερώτημα ήταν αν θα είναι μια σαφής απόφαση ή μια απόφαση που αναβάλει κρίσιμες αποφάσεις. Σήμερα, παρότι η πλειοψηφία των μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι, όπως όλα δείχνουν, εναντίον της πολιτικής/εκλογικής συνεργασίας με τη ΛΑΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να το πει αυτό καθαρά. Υπάρχει διαφορά μεταξύ της συνθετικής λογικής και μια παραλυτικής λογικής ισορροπιών.
  1. Σχετικά με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το κείμενο δεν προσδιόριζε σαφώς ότι ο αγώνας για ήττα της πολιτικής της είναι τελικά αγώνας και για την ανατροπή της, έστω και αν αυτή τη στιγμή αυτό το αίτημα δεν έχει υιοθετηθεί από το μαζικό κίνημα. Ως ΠΑΑΕ συνυπογράψαμε τροποποίηση της ΑΡΙΣ που έκανε τις διατυπώσεις πιο σαφείς. Η τροποποίηση αυτή είχε την ίδια ακριβώς τύχη με την προηγούμενη.
Προφανώς μια κυβέρνηση Μητσοτάκη θα είναι ακόμα πιο επιθετική, αλλά αυτός ο εκβιασμός δεν μπορεί να είναι όριο στους αγώνες μας. Στην δική μας λογική, ο στόχος για πτώση της κυβέρνησης δεν λογοδοτεί σε μια επόμενη κυβέρνηση που μπορεί να είναι καλύτερη, αλλά στην πολιτική αποδυνάμωση του συστήματος των καπιταλιστών και τελικά στην εξουσία των ίδιων των εργαζομένων.
  1. Στην εισήγηση είχε αποσυρθεί η πρόταση για μια μόνιμη δομή συντονισμού των δυνάμεων στις οποίες απευθύνθηκε η «πολιτική πρόταση» για τη μετωπική συγκρότηση. Αυτό ήταν θετικό και αναγνώριζε ένα πραγματικό γεγονός: ότι πρακτικά καμία από τις πολιτικές δυνάμεις στις οποίες απευθύνθηκε η πρόσκληση δεν ανταποκρίθηκε, γιατί έχουν τα δικά τους σχέδια (παναριστερή ανασύνθεση, πατριωτικό αντιμνημονιακό μέτωπο ή και αυτοτελής ανάπτυξη), που απέχουν από την αυτόνομη συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Η κριτική που γίνεται σε τέτοια σχέδια στο κείμενο είναι σημαντική. Δεν έχουμε καμία αντίρρηση ούτε να συζητάμε με όλα αυτά τα ρεύματα, ούτε να προσπαθούμε να τα προσελκύσουμε στην αντικαπιταλιστική αριστερά, με έμφαση στις από τα κάτω συγκλίσεις, αρκεί να μην ξαναμπούμε σε μια κοπτοραπτική απόψεων και σε διαπραγματεύσεις με αυτόκλητες «προσωπικότητες». Όσο όμως η πρόσκληση απευθύνεται όχι μόνο στις «αντικαπιταλιστικές, αντιιμπεριαλιστικές, αντιΕΕ δυνάμεις», αλλά και στις απροσδιόριστες «ευρύτερες δυνάμεις της ανατροπής», φοβόμαστε ότι οι ίδιες παλινωδίες θα εμφανίζονται διαρκώς. Μια τροποποίηση της ΠΑΑΕ που βελτίωνε τις ασάφειες έγινε δεκτή, αλλά δεν έχουμε την αυταπάτη ότι έλυσε το θέμα. Είναι ανάγκη να ξεκαθαριστεί αν, σε πολιτικό επίπεδο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιδιώκει την αυτοτελή συσπείρωση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, φέρνοντας και άλλες τέτοιες δυνάμεις στις τάξεις της, ή αν αντιθέτως πιστεύει ότι χωράει στο ίδιο μέτωπο με αριστερές ρεφορμιστικές ή μισο-ρεφορμιστικές δυνάμεις, αφού δεν βλέπουμε τι άλλο μπορούν να περιγράφουν οι «ευρύτερες δυνάμεις της ανατροπής».
  2. Το κείμενο του ΠΣΟ ανακοινώνει την 4η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ελπίζουμε να είναι μια μαζική και δημοκρατική συνδιάσκεψη, για να γίνει όμως αυτό πρέπει να αποφευχθούν σοβαρές στρεβλώσεις του παρελθόντος, όπως το σύστημα εκλογής της ενιαίας λίστας, που αποδείχτηκε στην πράξη ότι μπορεί να οδηγήσει σε αποκλεισμό ολόκληρων τάσεων. Το ΠΣΟ έκανε δεκτή τροποποίηση της ΠΑΑΕ για την ανάγκη αναλογικής εκπροσώπησης όλων των απόψεων στα όργανα, προσθέτοντας ότι «ο τρόπος θα πρέπει να συζητηθεί». Είμαστε σίγουροι πως αν υπάρξει πολιτικά η διάθεση να αλλάξει το σύστημα, οι τεχνικές λεπτομέρειες που πρέπει να συζητηθούν δεν παρουσιάζουν σοβαρές δυσκολίες.
Εξαιτίας των αντιφάσεων και προβλημάτων που αναφέραμε, και κυρίως εξαιτίας της αδυναμίας να οριοθετήσει δημόσια τη σχέση μας με τη ΛΑΕ και το ρεφορμισμό, δεν μπορούσαμε να υπερψηφίσουμε το τελικό κείμενο. Ως ΠΑΑΕ το καταψήφισαμε, ενώ η ΑΡΙΣ ψήφισε λευκό.
Το πώς θα συσπειρώσουμε μεγαλύτερο τμήμα των εργαζομένων και των καταπιεσμένων γύρω από την αντικαπιταλιστική αριστερά είναι ένα πραγματικό ερώτημα. Σε μια περίοδο ανακατατάξεων και αστάθειας, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην απάντηση από όσο συχνά νομίζουμε. Οι πρωτοβουλίες και η πρωταγωνιστική της παρουσία στις μαζικές διαδηλώσεις του Φύσσα, στις 18 Μάρτη, στις φεμινιστικές διαδηλώσεις, στις (έστω ανεπαρκείς) αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις∙ η χωρίς επιφυλάξεις συμμετοχή σε κινητοποιήσεις που δεν ξεκίνησαν από την ίδια, όπως η διεθνιστική αντιφασιστική δράση για τη ματαίωση της παρέλασης της ΧΑ για τα  Ίμια ή τα κινήματα αλληλεγγύης για τον Τάσο Θεοφίλου και την Ηριάννα∙ ο ρόλος των αγωνιστών και αγωνιστριών της σε χώρους δουλειάς, όπως στην απεργία των ΟΤΑ, τα νοσοκομεία, ή στην αντίσταση τους πλειστηριασμούς κλπ∙ η συμβολή τους στους δύσκολους κι ωστόσο μερικές φορές νικηφόρους εργατικούς αγώνες στον ιδιωτικό τομέα∙ όλα αυτά είναι έμπρακτα παραδείγματα στα οποία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συσπείρωσε κόσμο πολύ πέρα από τις δυνάμεις της, χωρίς να κάνει πολιτικές υποχωρήσεις για αυτό το λόγο. Η πολιτική σαφήνεια  και η αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν είναι αντίθετη με την ενωτική λογική μέσα στο κίνημα. Είναι όμως αναγκαία προϋπόθεση για την ενίσχυση των αντικαπιταλιστικών ιδεών μέσα στο κίνημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου